- πυργοδαίκτους
- πυργοδαΐκτους , πυργοδάικτοςdestroying towersmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυργοδάϊκτος — ον, Α αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει πύργους («πολέμους πυργοδαΐκτους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ανδρο δάϊκτος, λουτρο δάϊκτος] … Dictionary of Greek